- συνικέτην
- συνῑκέτην , συνικνέομαιreach quiteaor ind act 3rd dualσυνικνέομαιreach quiteaor ind act 3rd dual (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνικέτης — ὁ, ΜΑ [ἱκέτης] αυτός που ικετεύει μαζί με κάποιον άλλο («ἐπί τινα τῶν ὁσίων ἀνδρῶν... γενέσθαι συλλήπτορα καὶ συνικέτην», Διον. Αρ.) … Dictionary of Greek